βόλω — βόλος throw with a casting net masc nom/voc/acc dual βόλος throw with a casting net masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλῳ — βόλος throw with a casting net masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλωι — βόλῳ , βόλος throw with a casting net masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] … Dictionary of Greek
ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek
θηροβολώ — θηροβολῶ, έω (Α) χτυπώ θηρία, σκοτώνω άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρο βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek
θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] … Dictionary of Greek
ισιοβολώ — κάνω ίσους τους βώλους χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσιος + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ, οιστρο βολώ] … Dictionary of Greek
κακοβολώ — κακοβολῶ, έω (Α) (για το παιχνίδι τών αστραγάλων) ρίχνω χωρίς επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. μακρο βολώ, πρωτο βολώ] … Dictionary of Greek
καρδιηβολώ — καρδιηβολῶ, έω (Α) βάλλω, χτυπώ στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδίη + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, φεγγο βολώ] … Dictionary of Greek